Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
View word page
προσ-εκπονέω
προσ-εκπονέωcontr.vb pass.of a remaining section of wallbe completed as wellPlu.

ShortDef

work out, finish besides

Debugging

Headword:
προσεκπονέω
Headword (normalized):
προσεκπονέω
Headword (normalized/stripped):
προσεκπονεω
IDX:
34696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34697
Key:
προσεκπονέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εκπονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εκπονέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a remaining section of wall</Indic><Def>be completed as well</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεκπονέω'}