Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
View word page
προσ-εκλέγομαι
προσ-εκλέγομαιmid.vb of newly appointed officersgo on to selectother officersPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεκλέγομαι
Headword (normalized):
προσεκλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεκλεγομαι
IDX:
34694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34695
Key:
προσεκλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εκλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εκλέγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of newly appointed officers</Indic><Tr>go on to select</Tr><Obj>other officers<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεκλέγομαι'}