Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
View word page
προσ-εκκαίω
προσ-εκκαίωvb further inflamesomeone's ambitionPlu.

ShortDef

set fire to besides

Debugging

Headword:
προσεκκαίω
Headword (normalized):
προσεκκαίω
Headword (normalized/stripped):
προσεκκαιω
IDX:
34693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34694
Key:
προσεκκαίω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εκκαίω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-εκκαίω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>further inflame</Tr><Obj>someone's ambition<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προσεκκαίω'}