Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
View word page
προσ-εισπρᾱ́σσω
προσ-εισπρᾱ́σσωvb exact in additiona further sum of moneyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεισπρᾱ́σσω
Headword (normalized):
προσεισπρᾱ́σσω
Headword (normalized/stripped):
προσεισπρασσω
IDX:
34690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34691
Key:
προσεισπρᾱ́σσω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εισπρᾱ́σσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εισπρᾱ́σσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>exact in addition</Tr><Obj>a further sum of money<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεισπρᾱ́σσω'}