Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
View word page
προσ-εΐσκομαι
προσ-εΐσκομαιpass.vb2sg.pf.
προσήιξαι
be like, resemblesomeoneE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεΐσκομαι
Headword (normalized):
προσεΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεισκομαι
IDX:
34689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34690
Key:
προσεΐσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εΐσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εΐσκομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>2sg.pf.</Lbl><Form>προσήιξαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>be like, resemble<Expl>someone</Expl></Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεΐσκομαι'}