Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
View word page
προσ-είκελος
προσ-είκελοςη ονadj of objects, creatures, countries, or sim.like, comparable tow.dat.othersHdt.

ShortDef

somewhat like

Debugging

Headword:
προσείκελος
Headword (normalized):
προσείκελος
Headword (normalized/stripped):
προσεικελος
IDX:
34681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34682
Key:
προσείκελος

Data

{'headword_display': '<b>προσ-είκελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσ-είκελος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of objects, creatures, countries, or sim.</Indic><Tr>like, comparable to</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>others<Au>Hdt.</Au></Cmpl></aS1></AE>', 'key': 'προσείκελος'}