Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσείρω
View word page
προσ-είδομαι
προσ-είδομαιmid.vb of a lockbe like, resemblew.dat.someone's hairA.

ShortDef

to resemble

Debugging

Headword:
προσείδομαι
Headword (normalized):
προσείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσειδομαι
IDX:
34678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34679
Key:
προσείδομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-είδομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-είδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a lock</Indic><Tr>be like, resemble</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone's hair<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'προσείδομαι'}