Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
πρόσειμι
View word page
προσέειπον
προσέειπονep.aor.2 vbseeπροσεῖπον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσέειπον
Headword (normalized):
προσέειπον
Headword (normalized/stripped):
προσεειπον
IDX:
34676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34677
Key:
προσέειπον

Data

{'headword_display': '<b>προσέειπον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προσέειπον</HL><PS>ep.aor.2 vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσεῖπον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσέειπον'}