Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
πρόσειμι
View word page
πρόσ-εδρος
πρόσ-εδροςονadjἕδρᾱ of smokesettled aboutsomeoneenshroudingS.

ShortDef

sitting near

Debugging

Headword:
πρόσεδρος
Headword (normalized):
πρόσεδρος
Headword (normalized/stripped):
προσεδρος
IDX:
34675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34676
Key:
πρόσεδρος

Data

{'headword_display': '<b>πρόσ-εδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρόσ-εδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἕδρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of smoke</Indic><Def>settled about<Expl>someone</Expl></Def><Tr>enshrouding</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόσεδρος'}