Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
πρόσειλος
προσείμην
View word page
προσεδρίᾱ
προσεδρίᾱᾱςf attendance at the sick-bedsts. w.gen.of someoneE. blockade, siegeTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεδρίᾱ
Headword (normalized):
προσεδρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
προσεδρια
IDX:
34674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34675
Key:
προσεδρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>προσεδρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσεδρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>attendance at the sick-bed<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1> <nS1><Tr>blockade, siege</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσεδρίᾱ'}