Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσεικέναι
View word page
προσ-εδαφίζομαι
προσ-εδαφίζομαιpass.vb3sg.pf.
προσηδάφισται
of a shieldhave the base decoratedw.dat.w. coiling snakesA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεδαφίζομαι
Headword (normalized):
προσεδαφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεδαφιζομαι
IDX:
34672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34673
Key:
προσεδαφίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εδαφίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εδαφίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.pf.</Lbl><Form>προσηδάφισται</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a shield</Indic><Tr>have the base decorated</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. coiling snakes<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεδαφίζομαι'}