Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
προσείδομαι
προσεῖδον
προσεικάζω
View word page
προσ-εγγυάομαι
προσ-εγγυάομαιmid.contr.vb also act as surety forsomeonew.gen.for a sum owedD.

ShortDef

to become surety besides

Debugging

Headword:
προσεγγυάομαι
Headword (normalized):
προσεγγυάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεγγυαομαι
IDX:
34670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34671
Key:
προσεγγυάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εγγυάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εγγυάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also act as surety for</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>for a sum owed</Expl><Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεγγυάομαι'}