Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
πρόσεδρος
προσέειπον
προσεθίζω
View word page
προσ-εάω
προσ-εάωcontr.vb of a windalloww.acc.sailorsonwardsi.e. to continue on their courseNT.

ShortDef

to suffer to go further

Debugging

Headword:
προσεάω
Headword (normalized):
προσεάω
Headword (normalized/stripped):
προσεαω
IDX:
34667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34668
Key:
προσεάω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a wind</Indic><Tr>allow<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sailors</Prnth>onwards<Expl>i.e. to continue on their course</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεάω'}