Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεδαφίζομαι
προσεδρεύω
προσεδρίᾱ
View word page
προσ-δοξάζω
προσ-δοξάζωvb make a further judgementabout sthg.Pl.

ShortDef

add to opinion

Debugging

Headword:
προσδοξάζω
Headword (normalized):
προσδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
προσδοξαζω
IDX:
34664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34665
Key:
προσδοξάζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-δοξάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-δοξάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make a further judgement<Expl>about sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδοξάζω'}