Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
View word page
προσδοκητός
προσδοκητόςόνadjof thingsexpectedw.dat.by someoneA.

ShortDef

expected

Debugging

Headword:
προσδοκητός
Headword (normalized):
προσδοκητός
Headword (normalized/stripped):
προσδοκητος
IDX:
34661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34662
Key:
προσδοκητός

Data

{'headword_display': '<b>προσδοκητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσδοκητός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>expected<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by someone</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσδοκητός'}