Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
προσδραμεῖν
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
View word page
προσδόκημα
προσδόκημαατοςnπροσδοκάω expectationw.gen.of sufferingsPl.

ShortDef

expectation

Debugging

Headword:
προσδόκημα
Headword (normalized):
προσδόκημα
Headword (normalized/stripped):
προσδοκημα
IDX:
34659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34660
Key:
προσδόκημα

Data

{'headword_display': '<b>προσδόκημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσδόκημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προσδοκάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>expectation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sufferings</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσδόκημα'}