Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
προσδρακεῖν
View word page
προσ-διορθόομαι
προσ-διορθόομαιmid.contr.vb addw.neut.acc.sthg.by way of correctionof one's own mistakeAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδιορθόομαι
Headword (normalized):
προσδιορθόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιορθοομαι
IDX:
34655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34656
Key:
προσδιορθόομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-διορθόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-διορθόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>add<Prnth><GLbl>w.neut.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>by way of correction<Expl>of one's own mistake</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσδιορθόομαι'}