Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδιανοέομαι
προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
προσδοξάζω
View word page
προσ-δικάζομαι
προσ-δικάζομαιmid.vb make an additional claimw.gen.for a sum of moneyD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδικάζομαι
Headword (normalized):
προσδικάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδικαζομαι
IDX:
34654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34655
Key:
προσδικάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-δικάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-δικάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make an additional claim</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>for a sum of money<Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδικάζομαι'}