Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδιανέμω
προσδιανοέομαι
προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδόκημα
προσδοκητέος
προσδοκητός
προσδοκίᾱ
προσδόκιμος
View word page
προσ-διηγέομαι
προσ-διηγέομαιmid.contr.vb add an account ofsthg.Thphr.

ShortDef

to narrate besides

Debugging

Headword:
προσδιηγέομαι
Headword (normalized):
προσδιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιηγεομαι
IDX:
34653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34654
Key:
προσδιηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-διηγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-διηγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>add an account of</Tr><Obj>sthg.<Au>Thphr.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδιηγέομαι'}