Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαρτῡ́ρομαι
προσδιανέμω
προσδιανοέομαι
προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
View word page
προσ-διατρῑ́βω
προσ-διατρῑ́βωvb spend time with, associate withw.dat.someonePl. spend more time alivelive longerMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδιατρῑ́βω
Headword (normalized):
προσδιατρῑ́βω
Headword (normalized/stripped):
προσδιατριβω
IDX:
34648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34649
Key:
προσδιατρῑ́βω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-διατρῑ́βω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-διατρῑ́βω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>spend time with, associate with</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Def>spend more time alive</Def><Tr>live longer</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδιατρῑ́βω'}