Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαρτῡ́ρομαι
προσδιανέμω
προσδιανοέομαι
προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
προσδιορίζω
View word page
προσ-διαρπάζω
προσ-διαρπάζωvb also plunderhousesPlb.

ShortDef

plunder besides

Debugging

Headword:
προσδιαρπάζω
Headword (normalized):
προσδιαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαρπαζω
IDX:
34646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34647
Key:
προσδιαρπάζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-διαρπάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-διαρπάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also plunder</Tr><Obj>houses<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδιαρπάζω'}