Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαρτῡ́ρομαι
προσδιανέμω
προσδιανοέομαι
προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιέρχομαι
προσδιηγέομαι
προσδικάζομαι
προσδιορθόομαι
View word page
προσ-διαπρᾱ́σσομαι
προσ-διαπρᾱ́σσομαιmid.vb exactprocure in additionfor someoneother thingsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδιαπρᾱ́σσομαι
Headword (normalized):
προσδιαπρᾱ́σσομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιαπρασσομαι
IDX:
34645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34646
Key:
προσδιαπρᾱ́σσομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-διαπρᾱ́σσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-διαπρᾱ́σσομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>exact<or/>procure in addition<Expl>for someone</Expl></Tr><Obj>other things<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδιαπρᾱ́σσομαι'}