Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαρτῡ́ρομαι
προσδιανέμω
προσδιανοέομαι
προσδιαπρᾱ́σσομαι
προσδιαρπάζω
προσδιασαφέω
προσδιατρῑ́βω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
View word page
προσ-διαλέγομαι
προσ-διαλέγομαιmid.vbaor.pass.w.mid.sens.
προσδιελέχθην
respondsts. w.dat. to someonein conversationdiscussionHdt. Pl.masc.ptcpl.sb.respondent, interlocutorPl. Plb. gener.conversew.dat.w. someonePl. Plu.

ShortDef

to answer in conversation

Debugging

Headword:
προσδιαλέγομαι
Headword (normalized):
προσδιαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιαλεγομαι
IDX:
34640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34641
Key:
προσδιαλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-διαλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-διαλέγομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.pass.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>προσδιελέχθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>respond<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl> to someone</Prnth>in conversation<or/>discussion</Tr><Au>Hdt. Pl.</Au><vSGrm><GLbl>masc.ptcpl.sb.</GLbl><Def>respondent, interlocutor</Def><Au>Pl. Plb.</Au></vSGrm> </vS1> <vS1><Indic>gener.</Indic><Tr>converse</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Pl. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδιαλέγομαι'}