Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιαμαρτῡ́ρομαι
προσδιανέμω
View word page
πρόσδετος
πρόσδετοςονadjπροσδέω1 of an objectfastenedw.dat.to sthg.E.

ShortDef

tied to

Debugging

Headword:
πρόσδετος
Headword (normalized):
πρόσδετος
Headword (normalized/stripped):
προσδετος
IDX:
34633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34634
Key:
πρόσδετος

Data

{'headword_display': '<b>πρόσδετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρόσδετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσδέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an object</Indic><Tr>fastened<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to sthg.</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόσδετος'}