Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
View word page
προσδεκτέος
προσδεκτέοςᾱ ονvbl.adjπροσδέχομαι to be acceptedof an activityacceptablew.dat.to someonePl.

ShortDef

to be admitted

Debugging

Headword:
προσδεκτέος
Headword (normalized):
προσδεκτέος
Headword (normalized/stripped):
προσδεκτεος
IDX:
34631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34632
Key:
προσδεκτέος

Data

{'headword_display': '<b>προσδεκτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσδεκτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>προσδέχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>to be accepted</Def><aS2><Indic>of an activity</Indic><Tr>acceptable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'προσδεκτέος'}