Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέομαι
προσδιαλέγομαι
View word page
προσδέκομαι
προσδέκομαιIon.mid.vbseeπροσδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδέκομαι
Headword (normalized):
προσδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδεκομαι
IDX:
34630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34631
Key:
προσδέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσδέκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προσδέκομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσδέκομαι'}