Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλημα
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἀληνής
ἄληπτος
ᾱ̔λής
ἄληται
ἀλητείᾱ
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἀλητύς
ἀλθαίνομαι
ᾱ̔λίᾱ
ἁλιάδᾱς
ἁλιᾱής
ἁλιαίετος
ἁλιάς
ἀλίαστος
ᾱ̓λίβας
ᾱ̓λίβατος
ἁλιβαφής
View word page
ἀλητύς
ἀλητύςύοςf wandering, roamingCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλητύς
Headword (normalized):
ἀλητύς
Headword (normalized/stripped):
αλητυς
IDX:
3462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3463
Key:
ἀλητύς

Data

{'headword_display': '<b>ἀλητύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλητύς</HL><Infl>ύος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>wandering, roaming</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλητύς'}