Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσβολή
πρόσβορρος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
View word page
πρόσδεγμα
πρόσδεγμαατοςnπροσδέχομαι pl. for sg.act of welcomingreceptionw.gen.of a strangerS.

ShortDef

a reception

Debugging

Headword:
πρόσδεγμα
Headword (normalized):
πρόσδεγμα
Headword (normalized/stripped):
προσδεγμα
IDX:
34628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34629
Key:
πρόσδεγμα

Data

{'headword_display': '<b>πρόσδεγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσδεγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προσδέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pl. for sg.</Indic><Def>act of welcoming</Def><Tr>reception<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a stranger</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσδεγμα'}