Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
View word page
προσ-δανείζομαι
προσ-δανείζομαιmid.vb borrow a supplementary sum of money Lys. X.tr.borrowmore moneyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσδανείζομαι
Headword (normalized):
προσδανείζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδανειζομαι
IDX:
34626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34627
Key:
προσδανείζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-δανείζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-δανείζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>borrow a supplementary sum of money</Tr> <Au>Lys. X.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>borrow</Tr><Obj>more money<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προσδανείζομαι'}