Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσβλώσκω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
View word page
προσγυμναστής
προσγυμναστήςοῦm wrestling opponentHyp.

ShortDef

fellow-wrestler

Debugging

Headword:
προσγυμναστής
Headword (normalized):
προσγυμναστής
Headword (normalized/stripped):
προσγυμναστης
IDX:
34625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34626
Key:
προσγυμναστής

Data

{'headword_display': '<b>προσγυμναστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσγυμναστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>wrestling opponent</Tr><Au>Hyp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσγυμναστής'}