Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσβλέπω
προσβλώσκω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζομαι
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέκομαι
προσδεκτέος
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
View word page
προσ-γυμνάζω
προσ-γυμνάζωvb also trainsomeonePl.

ShortDef

to exercise at

Debugging

Headword:
προσγυμνάζω
Headword (normalized):
προσγυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
προσγυμναζω
IDX:
34624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34625
Key:
προσγυμνάζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-γυμνάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-γυμνάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also train</Tr><Obj>someone<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσγυμνάζω'}