Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαφῑκνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβλώσκω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγλίχομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
View word page
προσ-βλώσκω
προσ-βλώσκωvbaor.2 inf.
προσμολεῖν
come to, arrive ata placeS.intr.come here, approachS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσβλώσκω
Headword (normalized):
προσβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
προσβλωσκω
IDX:
34615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34616
Key:
προσβλώσκω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-βλώσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-βλώσκω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 inf.</Lbl><Form>προσμολεῖν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>come to, arrive at</Tr><Obj>a place<Au>S.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>come here, approach</Tr><Au>S.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προσβλώσκω'}