Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσάσσομαι
προσᾴσσω
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαυξάνω
προσαύω
προσαφαιρέομαι
προσαφῑκνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβλώσκω
View word page
προσ-αφῑκνέομαι
προσ-αφῑκνέομαιmid.contr.vb of shipsarrive as reinforcementsw.dat.for someoneTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσαφῑκνέομαι
Headword (normalized):
προσαφῑκνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαφικνεομαι
IDX:
34605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34606
Key:
προσαφῑκνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αφῑκνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αφῑκνέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic><Tr>arrive as reinforcements</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for someone<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαφῑκνέομαι'}