Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαρκέω
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσάρχομαι
προσασκέω
προσάσσομαι
προσᾴσσω
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαυξάνω
προσαύω
προσαφαιρέομαι
προσαφῑκνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
View word page
προσ-αύλειος
προσ-αύλειοςονadj derog., of fortunate eventsof the farmyardmerely rusticE.

ShortDef

near a farm-yard, rustic

Debugging

Headword:
προσαύλειος
Headword (normalized):
προσαύλειος
Headword (normalized/stripped):
προσαυλειος
IDX:
34600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34601
Key:
προσαύλειος

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αύλειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσ-αύλειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>derog., of fortunate events</Indic><Def>of the farmyard</Def><Tr>merely rustic</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσαύλειος'}