Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστεινόομαι
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζομαι
ἀποστολεῖς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράπτω
ἀποστράτηγος
View word page
ἀποστερητρίς
ἀποστερητρίςίδοςfem.adj of a schemefraudulentAr.

ShortDef

for cheating

Debugging

Headword:
ἀποστερητρίς
Headword (normalized):
ἀποστερητρίς
Headword (normalized/stripped):
αποστερητρις
IDX:
345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-346
Key:
ἀποστερητρίς

Data

{'headword_display': '<b>ἀποστερητρίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποστερητρίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a scheme</Indic><Tr>fraudulent</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποστερητρίς'}