Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαπογράφω
προσαποδείκνῡμι
προσαποδίδωμι
προσαποκρῑ́νομαι
προσαποκτείνω
προσαπόλλῡμι
προσαποπέμπω
προσαπορέω
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποτίνω
προσαποφαίνω
προσαποφέρω
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσάρχομαι
προσασκέω
View word page
προσ-αποτίνω
προσ-αποτίνωvb pay in additiona fine, a sum of moneyPl. Hyp. D.

ShortDef

to pay besides

Debugging

Headword:
προσαποτίνω
Headword (normalized):
προσαποτίνω
Headword (normalized/stripped):
προσαποτινω
IDX:
34584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34585
Key:
προσαποτίνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αποτίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αποτίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pay in addition</Tr><Obj>a fine, a sum of money<Au>Pl. Hyp. D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαποτίνω'}