Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαπειπεῖν
προσαπερείδομαι
προσαποβάλλω
προσαπογράφω
προσαποδείκνῡμι
προσαποδίδωμι
προσαποκρῑ́νομαι
προσαποκτείνω
προσαπόλλῡμι
προσαποπέμπω
προσαπορέω
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποτίνω
προσαποφαίνω
προσαποφέρω
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσαρμόζω
View word page
προσ-απορέω
προσ-απορέωcontr.vbἀπορέω1 pose a further questionArist.

ShortDef

to propose a further difficulty

Debugging

Headword:
προσαπορέω
Headword (normalized):
προσαπορέω
Headword (normalized/stripped):
προσαπορεω
IDX:
34581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34582
Key:
προσαπορέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-απορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-απορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀπορέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>pose a further question</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαπορέω'}