Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαπαγγέλλω
προσαπαιτέω
προσαπειλέω
προσαπειπεῖν
προσαπερείδομαι
προσαποβάλλω
προσαπογράφω
προσαποδείκνῡμι
προσαποδίδωμι
προσαποκρῑ́νομαι
προσαποκτείνω
προσαπόλλῡμι
προσαποπέμπω
προσαπορέω
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποτίνω
προσαποφαίνω
προσαποφέρω
προσάπτω
προσαραρίσκω
View word page
προσ-αποκτείνω
προσ-αποκτείνωvb killw.acc.someonein additionto someone elseX. Plu.

ShortDef

to kill besides

Debugging

Headword:
προσαποκτείνω
Headword (normalized):
προσαποκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσαποκτεινω
IDX:
34578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34579
Key:
προσαποκτείνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αποκτείνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αποκτείνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>kill<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>in addition<Expl>to someone else</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαποκτείνω'}