Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσανᾱλίσκω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνῡμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατείνω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρῑ́βομαι
προσαναφέρω
προσάνειμι
προσανειπεῖν
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανέχω
προσᾱνής
προσανοιμώζω
προσαντέλλω
View word page
προσ-ανατρέχω
προσ-ανατρέχωvb of a historian, in his narrativego backto an earlier timePlb.

ShortDef

to run back, retrace past events

Debugging

Headword:
προσανατρέχω
Headword (normalized):
προσανατρέχω
Headword (normalized/stripped):
προσανατρεχω
IDX:
34553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34554
Key:
προσανατρέχω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ανατρέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ανατρέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a historian, in his narrative</Indic><Tr>go back<Expl>to an earlier time</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσανατρέχω'}