Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαναλαμβάνω
προσανᾱλίσκω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνῡμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατείνω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρῑ́βομαι
προσαναφέρω
προσάνειμι
προσανειπεῖν
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανέχω
προσᾱνής
προσανοιμώζω
View word page
προσ-ανατίθημι
προσ-ανατίθημιvb mid.take on oneself in additiona taskX. mid.refer for advicew.dat.to someoneMen.

ShortDef

offer besides; take on an additional burden; take counsel

Debugging

Headword:
προσανατίθημι
Headword (normalized):
προσανατίθημι
Headword (normalized/stripped):
προσανατιθημι
IDX:
34552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34553
Key:
προσανατίθημι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ανατίθημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ανατίθημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>take on oneself in addition</Tr><Obj>a task<Au>X.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>refer for advice</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>Men.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσανατίθημι'}