Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαναδέχομαι
προσαναδίδωμι
προσαναδραμεῖν
προσαναζητέω
προσαναιρέω
προσαναισιμόω
προσανακάμπτω
προσαναλαμβάνω
προσανᾱλίσκω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνῡμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατείνω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρῑ́βομαι
προσαναφέρω
View word page
προσ-ανανεόομαι
προσ-ανανεόομαιmid.contr.vb recall to minda factPlb.dub.

ShortDef

recall afresh to memory

Debugging

Headword:
προσανανεόομαι
Headword (normalized):
προσανανεόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσανανεοομαι
IDX:
34545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34546
Key:
προσανανεόομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ανανεόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ανανεόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>recall to mind</Tr><Obj>a fact<Au>Plb.<LblR>dub.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσανανεόομαι'}