Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσαναδέχομαι
προσαναδίδωμι
προσαναδραμεῖν
προσαναζητέω
προσαναιρέω
προσαναισιμόω
προσανακάμπτω
προσαναλαμβάνω
προσανᾱλίσκω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνῡμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
View word page
προσ-αναισιμόω
προσ-αναισιμόωcontr.vb pass.of moneybe spent in additionHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσαναισιμόω
Headword (normalized):
προσαναισιμόω
Headword (normalized/stripped):
προσαναισιμοω
IDX:
34540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34541
Key:
προσαναισιμόω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αναισιμόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αναισιμόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of money</Indic><Def>be spent in addition</Def><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαναισιμόω'}