Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαλείφω
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαμβάσεις
προσαμῡ́νω
προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσαναδέχομαι
προσαναδίδωμι
προσαναδραμεῖν
προσαναζητέω
προσαναιρέω
προσαναισιμόω
προσανακάμπτω
προσαναλαμβάνω
προσανᾱλίσκω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
View word page
προσ-αναδέχομαι
προσ-αναδέχομαιmid.vb wait forreinforcements, a personPlb.

ShortDef

expect besides, wait for

Debugging

Headword:
προσαναδέχομαι
Headword (normalized):
προσαναδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαναδεχομαι
IDX:
34535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34536
Key:
προσαναδέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αναδέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αναδέχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wait for</Tr><Obj>reinforcements, a person<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαναδέχομαι'}