Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσαλείφω
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαμβάσεις
προσαμῡ́νω
προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσαναδέχομαι
προσαναδίδωμι
προσαναδραμεῖν
προσαναζητέω
προσαναιρέω
προσαναισιμόω
προσανακάμπτω
προσαναλαμβάνω
προσανᾱλίσκω
View word page
προσ-αναγορεύω
προσ-αναγορεύωvb make an additional proclamationPl.

ShortDef

to announce besides

Debugging

Headword:
προσαναγορεύω
Headword (normalized):
προσαναγορεύω
Headword (normalized/stripped):
προσαναγορευω
IDX:
34533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34534
Key:
προσαναγορεύω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αναγορεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αναγορεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make an additional proclamation</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαναγορεύω'}