Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσαλείφω
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαμβάσεις
προσαμῡ́νω
προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσαναδέχομαι
προσαναδίδωμι
προσαναδραμεῖν
View word page
προσ-άλλομαι
προσ-άλλομαιmid.vb of a small person, compared to a puppyjump upto kiss a tall wifeX.

ShortDef

to jump up at

Debugging

Headword:
προσάλλομαι
Headword (normalized):
προσάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαλλομαι
IDX:
34527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34528
Key:
προσάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-άλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-άλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a small person, compared to a puppy</Indic><Tr>jump up<Expl>to kiss a tall wife</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσάλλομαι'}