Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσαλείφω
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαμβάσεις
προσαμῡ́νω
προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσαναδέχομαι
View word page
προσ-αλείφω
προσ-αλείφωvb smearw.acc.an ointmentonw.dat.someoneOd.

ShortDef

to rub

Debugging

Headword:
προσαλείφω
Headword (normalized):
προσαλείφω
Headword (normalized/stripped):
προσαλειφω
IDX:
34525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34526
Key:
προσαλείφω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αλείφω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αλείφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>smear<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>an ointment</Prnth>on</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαλείφω'}