Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαγωγίδες
προσαγώγιον
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσαλείφω
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαμβάσεις
προσαμῡ́νω
προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
View word page
προσ-ακροβολίζομαι
προσ-ακροβολίζομαιmid.vb mount an attack with missilesPlb.

ShortDef

to skirmish with besides

Debugging

Headword:
προσακροβολίζομαι
Headword (normalized):
προσακροβολίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσακροβολιζομαι
IDX:
34523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34524
Key:
προσακροβολίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ακροβολίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ακροβολίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>mount an attack with missiles</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσακροβολίζομαι'}