Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίδες
προσαγώγιον
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσαλείφω
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαμβάσεις
προσαμῡ́νω
προσαμφιέννῡμι
προσαναβαίνω
View word page
προσ-αιτιάομαι
προσ-αιτιάομαιmid.contr.vb find fault withw.acc.someonein additionto doing sthg. elsePlu.

ShortDef

to accuse besides

Debugging

Headword:
προσαιτιάομαι
Headword (normalized):
προσαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαιτιαομαι
IDX:
34521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34522
Key:
προσαιτιάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-αιτιάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-αιτιάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>find fault with<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>in addition<Expl>to doing sthg. else</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσαιτιάομαι'}