Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀλήθην
ἀληθής
ἀληθίζομαι
ἀληθινολογίᾱ
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθοσύνη
ἀλήθω
ἀλήιος
ἀληλεμένος
ἀληλιμμένος
ἄλημα
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἀληνής
ἄληπτος
ᾱ̔λής
ἄληται
ἀλητείᾱ
ἀλητεύω
ἀλήτης
View word page
ἀληλιμμένος
ἀληλιμμένος
pf.pass.ptcpl.
see
ἀλείφω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀληλιμμένος
Headword (normalized):
ἀληλιμμένος
Headword (normalized/stripped):
αληλιμμενος
IDX:
3451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3452
Key:
ἀληλιμμένος
Data
{'headword_display': '<b>ἀληλιμμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀληλιμμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀλείφω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀληλιμμένος'}