Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσαγγελίᾱ
προσαγγέλλω
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίδες
προσαγώγιον
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιρέομαι
προσᾱίσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσαλείφω
View word page
προσαγωγός
προσαγωγόςόνadjcompar.
προσαγωγότερος
neut.sg.compar.sb.greater attractiveness, more alluring qualityof fictional narrativesTh.

ShortDef

attractive, persuasive

Debugging

Headword:
προσαγωγός
Headword (normalized):
προσαγωγός
Headword (normalized/stripped):
προσαγωγος
IDX:
34515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34516
Key:
προσαγωγός

Data

{'headword_display': '<b>προσαγωγός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσαγωγός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>προσαγωγότερος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sg.compar.sb.</GLbl><Def>greater attractiveness, more alluring quality<Expl>of fictional narratives</Expl></Def><Au>Th.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'προσαγωγός'}